-
1 φωτ-αγωγός
φωτ-αγωγός, mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. ϑύρα, das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7.
-
2 φωτ-αυγός
-
3 φωτ-αυγής
-
4 φωτ-αψία
-
5 φωτ ωνυμία
φωτ ωνυμία, ἡ, Benennung nach dem Lichte, K. S.
-
6 φωτ-αύγεια
φωτ-αύγεια, ἡ, Lichtglanz, Suid.
-
7 φωτ-εμ-βολέω
φωτ-εμ-βολέω, Licht hineinwerfen, -bringen, Clem. Al.
-
8 φωτ-αγωγικός
φωτ-αγωγικός, ή, όν, zum Vorleuchten od. Erleuchten gehörig, Sp.
-
9 φωτ-αγωγέω
φωτ-αγωγέω, mit dem Lichte voranführen, voranleuchten, K. S.
-
10 φωτ-αγωγία
φωτ-αγωγία, ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung, Greg. Naz.
-
11 φωτ ωνυμία
φωτ ωνυμία, ἡ, Benennung nach dem Lichte -
12 φωταγωγός
φωτ-αγωγός, mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend; ἡ φωτ., sc. ϑύρα, das Lichtloch od. Fenster -
13 φωταυγής
-
14 φωταγωγέω
φωτ-αγωγέω, mit dem Lichte voranführen, voranleuchten -
15 φωταγωγία
φωτ-αγωγία, ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung -
16 φωταγωγικός
φωτ-αγωγικός, ή, όν, zum Vorleuchten od. Erleuchten gehörig -
17 φωταύγεια
φωτ-αύγεια, ἡ, Lichtglanz -
18 φωταψία
φωτ-αψία, ἡ, das Lichtanzünden, das Kerzenfest der Neugriechen -
19 φωτεμβολέω
φωτ-εμ-βολέω, Licht hineinwerfen, -bringen -
20 καθ-αιρέω
καθ-αιρέω (s. αἱρέω), ion. καταιρέω, herab-, herunternehmen; καϑείλομεν ἱστία, wir nahmen die Segel herunter (zogen sie ein), Od. 9, 149; in tmesi, κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24, 268; τὸ ἄχϑος, abnehmen, die Last, Ar. Ran. 10; τὸ σημεῖον Andoc. 1, 36, vgl. σημεῖον; – ὄσσε, ὀφϑαλμοὺς καϑελεῖν, die Augen des Verstorbenen herunter-, zudrücken, Il. 11, 453 Od. 24, 296, wofür auch in tmesi κατ' ὀφϑαλμοὺς ἑλέειν gesagt ist, 11, 426. – Gew. mit Gewalt herunternehmen; herunterziehen, τὴν σελήνην, von Zauberinnen, Plat. Gorg. 513 a; vgl. Ar. Nubb. 740; τὴν εἰκόνα αὐτοῦ ἐξ ἀκροπ όλεως καϑελόντες καὶ συγχωνεύσαντες Lycurg. 117. Dah. niederreißen, niederstürzen, tödten; von Menschen, εἰς ὅτε κέν μιν Μοῖρ' ὀλοὴ καϑέλῃσι, auf den Fall, daß die Möre ihn hinstreckt, Od. 2, 100; 3, 238; μὴ καϑέλοι μιν αἰών Pind. Ol. 9, 60; φῶτ' ἄδικον Aesch. Ag. 387; μοῖρα τὸν φύσαντα καϑεῖλε Soph. Ai. 511; γυνὴ μόνη με καϑεῖλε φασγάνου δίχα Tr. 1052; Ἀϑηναίο υς Thuc. 3, 13; im Gesetz bei Dem. 23, 53 dem ἀποκτεῖναι entsprechend; im Wettkampfe den Gegner niederwerfen, εἰ καϑέλοι τοῦτο τὸ ῥῆμα ὥςπερ εὐδοκιμοῦντα ἀϑλητήν Plat. Prot. 343 c; von Sachen, χρόνος καϑαιρεῖ πάντα, vernichtet Alles, Aesch. Eum. 276; καϑῃρέϑη Οἰχαλία δορί Soph. Tr. 478; in Prosa, τείχη καϑελόντες, zerstören, Plat. Menex. 244 c; herunterbringen, besiegen, Κῦρον καὶ τὴν τῶν Περσέων δύναμιν Her. 1, 71; ἐνεγράφησαν ἐν τοῖς τὸν βάρβαρον κατελοῦσι 8, 82; τὴν Εὐρυσϑέως ὕβριν 9, 27; ἡ ἡγεμονία καταιρεϑεῖσα, die gebrochene Obergewalt, 1, 46; δύναμις 4, 137; Thuc. öfter, τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς ϑαλάσσης, ausrotten, 1, 4; καϑαιρεϑῆναι Φίλιππον Dem. 2, 8, im Ggstz von ἤρϑη; so καϑ. τινὸς δυναστείαν Luc. Nigr. 23; – ψήφισμα, aufheben, den Beschluß, ihn vernichten, Thuc. 1, 140; Plut. Pericl. 29. 30, καϑῃρημένος τὴν αἴσϑησιν, besinnungslos, 38; – ergreifen, nehmen, ναῦν, ein Schiff wegnehmen. Her. 6, 41; τὰ χρήματα καταιρέϑη 5, 36; ἐν ἀφροσύνῃ καϑελόντες Soph. Ant. 379, ihn dabei ertappen; πάλος καϑαιρεῖ, das Loos trifft ihn, 275; τίνα ἀμήχανος συμφορὰ καϑαιρεῖ Plat. Prot. 344 c; – ἀγῶνα, ἀγώνισμα, den Kampfpreis erringen, Plut. Pomp. 8; vgl. Her. 7, 50, 2; – verurtheilen, ψῆφος καϑαιροῦσα, der σώζουσα entgeggstzt, Lys. 13, 37; τίνες λόγοι καϑεῖλον ἡμᾶς Eur. Or. 860. – Med. für sich herab-, herunternehmen, τὰ τόξα Her. 3, 78; ἱστούς Pol. 1, 61, 1 u. Sp. – Ein fut. καϑελῶ hat Antiphil. 15 (Plan. 334).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτ — Ν άκλ. φυσ. μονάδα φωτισμού που ισοδυναμεί με 10.000 λουξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phot < φως, φωτός] … Dictionary of Greek
φῶτ' — φῶτα , φάος light neut nom/voc/acc pl (attic) φῶτα , φώς man masc acc sg φῶτε , φώς man masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek